- συμπλήρης
- συμ-πλήρης, ες, ganz voll
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμπλήρης — ες, Α 1. εντελώς πλήρης, τελείως γεμάτος, ολόγιομος 2. συμπαγής, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλήρης «γεμάτος»] … Dictionary of Greek